λήψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λήψη | οι | λήψεις |
γενική | της | λήψης* | των | λήψεων |
αιτιατική | τη | λήψη | τις | λήψεις |
κλητική | λήψη | λήψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, λήψεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λήψη < αρχαία ελληνική λῆψις
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλήψη θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λαμβάνω· πάρσιμο, αποδοχή
- ⮡ λήψη της δόσης
- ⮡ η λήψη του τηλεοπτικού σήματος είναι καλή
- (συνεκδοχικά) η εγγραφή ως αποτέλεσμα της λήψης εικόνας, ήχου ή άλλου σήματος: φωτογραφία, ηχογράφηση, βίντεο κλπ.
- ⮡ αυτή η εικόνα είναι μια λήψη της πόλης από ένα βουνό
Μεταφράσεις
επεξεργασία λήψη