λήψη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λήψη | οι | λήψεις |
γενική | της | λήψης & λήψεως |
των | λήψεων |
αιτιατική | τη | λήψη | τις | λήψεις |
κλητική | λήψη | λήψεις | ||
όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λήψη < αρχαία ελληνική λῆψις
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λήψη θηλυκό
- αυτό που λαμβάνω, πάρσιμο, αποδοχή
- λήψη της δόσης
- η ενέργεια της λήψης, πάρσιμο, αποδοχή
- (συνεκδοχικά) λήψη εικόνας, ήχου ή άλλου σήματος
- η λήψη του τηλεοπτικού σήματος είναι καλή