ενικός         πληθυντικός  
receipt receipts

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

receipt (en)

  1. (μετρήσιμο) η απόδειξη (πληρωμής), το έγγραφο που λαμβάνει κάποιος που δείχνει ότι τα αγαθά ή οι υπηρεσίες έχουν πληρωθεί
    ⮡  I forgot the receipt in the restaurant.
    Ξέχασα την απόδειξη στο εστιατόριο.
     συνώνυμα: proof of payment
  2. (μη μετρήσιμο, επίσημο) η λήψη, η παραλαβή, η ενέργεια του παραλαμβάνω
    ⮡  On receipt of his message…
    Με τη λήψη του μηνύματός του…
    ⮡  We acknowledge receipt of your letter.
    Γνωρίζουμε λήψη της επιστολής σας.
    ⮡  Who is taking receipt of the goods.
    Ποιος κάνει παραλαβή των εμπορευμάτων;
    ⮡  The acknowledgment of receipt may be given by any medium and in any form.
    Η απόδειξη παραλαβής μπορεί να δοθεί σε κάθε μέσο και με κάθε τρόπο.
     συνώνυμα:  receiving, reception και taking
  3. (μόνο πληθυντικός, οικονομία) οι εισπράξεις
    ⮡  The box office receipts fell short of the theater director’s expectations.
    Οι εισπράξεις του ταμείου υπελήφθησαν των προσδοκιών του διευθυντού του θεάτρου.