receipt
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
receipt | receipts |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαreceipt (en)
- (μετρήσιμο) η απόδειξη (πληρωμής), το έγγραφο που λαμβάνει κάποιος που δείχνει ότι τα αγαθά ή οι υπηρεσίες έχουν πληρωθεί
- ⮡ I forgot the receipt in the restaurant.
- Ξέχασα την απόδειξη στο εστιατόριο.
- ≈ συνώνυμα: proof of payment
- ⮡ I forgot the receipt in the restaurant.
- (μη μετρήσιμο, επίσημο) η λήψη, η παραλαβή, η ενέργεια του παραλαμβάνω
- ⮡ On receipt of his message…
- Με τη λήψη του μηνύματός του…
- ⮡ We acknowledge receipt of your letter.
- Γνωρίζουμε λήψη της επιστολής σας.
- ⮡ Who is taking receipt of the goods.
- Ποιος κάνει παραλαβή των εμπορευμάτων;
- ⮡ The acknowledgment of receipt may be given by any medium and in any form.
- Η απόδειξη παραλαβής μπορεί να δοθεί σε κάθε μέσο και με κάθε τρόπο.
- ≈ συνώνυμα: receiving, reception και taking
- ⮡ On receipt of his message…
- (μόνο πληθυντικός, οικονομία) οι εισπράξεις
- ⮡ The box office receipts fell short of the theater director’s expectations.
- Οι εισπράξεις του ταμείου υπελήφθησαν των προσδοκιών του διευθυντού του θεάτρου.
- ⮡ The box office receipts fell short of the theater director’s expectations.
Πηγές
επεξεργασία- receipt - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 501, 651. ISBN 9780194325684., λήμμα: λήψη, παραλαβή