Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
proof of payment proofs of payment

  Ετυμολογία επεξεργασία

proof of payment < → δείτε τις λέξεις proof, of και payment

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

proof of payment (en)