payment
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
payment | payments |
Ετυμολογία
επεξεργασία- payment < παλαιά γαλλική paiement. Μορφολογικά αναλύεται σε pay + -ment
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpayment (en)
- (μη μετρήσιμο) η πληρωμή, η ενέργεια του να πληρώνω
- ⮡ payment in full - πληρωμή στο ακέραιο
- ⮡ payment of the furniture will be in installments - η πληρωμή των επίπλων θα γίνει με δόσεις
- η πληρωμή, πληρώνεται ή αναμένεται να πληρωθεί ένα χρηματικό ποσό
- ⮡ We’re giving a 10% discount for payments in cash.
- Δίνουμε έκπτωση 10% για πληρωμές τοις μετρητοίς.
- ⮡ We’re giving a 10% discount for payments in cash.