ενικός         πληθυντικός  
payment payments

Ετυμολογία

επεξεργασία
payment < παλαιά γαλλική paiement. Μορφολογικά αναλύεται σε pay + -ment

Ουσιαστικό

επεξεργασία

payment (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η πληρωμή, η ενέργεια του να πληρώνω
      payment in full - πληρωμή στο ακέραιο
      payment of the furniture will be in installments - η πληρωμή των επίπλων θα γίνει με δόσεις
  2. η πληρωμή, πληρώνεται ή αναμένεται να πληρωθεί ένα χρηματικό ποσό
      We’re giving a 10% discount for payments in cash.
    Δίνουμε έκπτωση 10% για πληρωμές τοις μετρητοίς.

Παράγωγα

επεξεργασία