ενικός         πληθυντικός  
down payment down payments

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

down payment (en) → δείτε τις λέξεις down και payment

  • η προκαταβολή
    ⮡  I don’t have enough money for the down payment for the house.
    Δεν έχω αρκετά χρήματα για την προκαταβολή για το σπίτι.

Συνώνυμα

επεξεργασία