Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
deposit deposits

deposit (en)

  1. το κοίτασμα
  2. η εναπόθεση
  3. η κατάθεση
    ⮡  I went to the bank yesterday to make a deposit.
    Πήγα χθες στην τράπεζα να κάνω κατάθεση.
  4. η προκαταβολή
    ⮡  I don’t have enough money for the deposit on the house.
    Δεν έχω αρκετά χρήματα για την προκαταβολή για το σπίτι.

deposit (en)