deposit
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
deposit | deposits |
deposit (en)
- το κοίτασμα
- η εναπόθεση
- η κατάθεση
- ⮡ I went to the bank yesterday to make a deposit.
- Πήγα χθες στην τράπεζα να κάνω κατάθεση.
- ⮡ I went to the bank yesterday to make a deposit.
- η προκαταβολή
- ⮡ I don’t have enough money for the deposit on the house.
- Δεν έχω αρκετά χρήματα για την προκαταβολή για το σπίτι.
- ⮡ I don’t have enough money for the deposit on the house.
Ρήμα
επεξεργασίαdeposit (en)