Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προκαταβολή οι προκαταβολές
      γενική της προκαταβολής των προκαταβολών
    αιτιατική την προκαταβολή τις προκαταβολές
     κλητική προκαταβολή προκαταβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

προκαταβολή < ελληνιστική < προκαταβάλλω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

προκαταβολή θηλυκό

  • ένα χρηματικό ποσό που πληρώνεται προτού ολοκληρωθεί η συναλλαγή· συχνά πρόκειται μόνο για ένα τμήμα του συνολικού ποσού

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία