προπληρωμή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προπληρωμή < προπληρώνω + -μή (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prépaiement)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροπληρωμή θηλυκό
- πληρωμή που γίνεται πριν την ολοκλήρωση μιας συναλλαγής
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προπληρωμή