prepayment
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
prepayment | prepayments |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαprepayment (en)
- (οικονομία) η προκαταβολή
- ⮡ The 2022 money was disbursed as a prepayment in 2021.
- Τα χρήματα του 2022 εκταμιεύθηκαν ως προκαταβολή το 2021.
- ⮡ The 2022 money was disbursed as a prepayment in 2021.