Δείτε επίσης: συνάλλαγμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συναλλαγή οι συναλλαγές
      γενική της συναλλαγής των συναλλαγών
    αιτιατική τη συναλλαγή τις συναλλαγές
     κλητική συναλλαγή συναλλαγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συναλλαγή < αρχαία ελληνική < συναλλάσσω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συναλλαγή θηλυκό

  1. σχεδόν οποιαδήποτε χρηματική ή τραπεζική ενέργεια
  2. (βάσεις δεδομένων) ομάδα διαδοχικών εντολών που μεταβάλουν τη βάση δεδομένων και εκλαμβάνονται από το ΣΔΒΔ (DBMS) σαν ενιαία, ώστε όταν αποτύχει (λάθος στο πρόγραμμα ή στο σύστημα) να απορριφθεί στο σύνολό της[1][2]
    Συγκεκριμένα, εντάσσουμε σε μια συναλλαγή όλες εκείνες τις ενέργειες διαγραφής, ενημέρωσης ή εισαγωγής γραμμών που πρέπει να εκτελεστούν μαζί επιτυχώς.[3]
    Συνώνυμα: δοσοληψία
    Δείτε επίσης: συναλλαγές (βάσεις δεδομένων) στη Βικιπαίδεια
    Δείτε επίσης: συναλλαγές Βάσεων Δεδομένων (SQL Server) στη Βικιπαίδεια

Υπώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • (βάσεις δεδομένων) ACID

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 6.3. ΠΙΝΑΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ ΠΙΝΑΚΩΝ, Εφαρμογές Λογισμικού - Βιβλίο Μαθητή, Γ' τάξης της Τεχνολογικής Κατεύθυνσης του Ενιαίου Λυκείου. Προσπέλαση 2020-01-31
  2. (αγγλικά) Michael J. Franklin, «Concurrency Control and Recovery», σελ. 2, University of Meryland. Προσπέλαση 2020-03-12
  3. Κεφάλαιο 4. Προχωρημένες λειτουργίες στον SQL Server. Πρόσβαση 2020-02-02

  Πηγές επεξεργασία