Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πωλητής οι πωλητές
      γενική του πωλητή των πωλητών
    αιτιατική τον πωλητή τους πωλητές
     κλητική πωλητή πωλητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πωλητής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πωλητής[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πωλητής αρσενικό (θηλυκό πωλήτρια)

  1. ο ιδιοκτήτης ενός περιουσιακού στοιχείου (ακίνητο, αυτοκίνητο) που το μεταβιβάζει έναντι χρημάτων σε άλλον
  2. (επάγγελμα) ο υπάλληλος ενός εμπορικού καταστήματος
  3. (επάγγελμα) ο πλασιέ


  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πωλητής < πωλέω-ῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πωλητής αρσενικό

  1. εκείνος που πουλά κάτι
  2. ειδικά στην Αθήνα, ήταν ένας από τους δέκα άρχοντες που είχαν αρμοδιότητα στους φόρους και στην πώληση των περιουσιών που είχαν δημευθεί