πωλήτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πωλήτρια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πωλήτρια[1] < αρχαία ελληνική πωλητής + -τρια < πωλῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /poˈli.tɾia/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πω‐λή‐τρι‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπωλήτρια θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πουλάω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πωλητής
πωλήτρια
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πωλήτριᾰ | αἱ | πωλήτριαι |
γενική | τῆς | πωλητρίᾱς | τῶν | πωλητριῶν |
δοτική | τῇ | πωλητρίᾳ | ταῖς | πωλητρίαις |
αιτιατική | τὴν | πωλήτριᾰν | τὰς | πωλητρίᾱς |
κλητική ὦ! | πωλήτριᾰ | πωλήτριαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πωλητρίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πωλητρίαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπωλήτρια θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- πωλήτρια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ πωλήτρια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.