Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
saleswoman
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
saleswoman
saleswomen
Ετυμολογία
επεξεργασία
saleswoman
<
sales
+
-woman
Ουσιαστικό
επεξεργασία
saleswoman
(en)
(
επάγγελμα
) η
πλασιέ
⮡
A
saleswoman
came to sell me an electronic device.
Ήρθε μια
πλασιέ
να μου πουλήσει μια ηλεκτρονική συσκευή.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
salesman
Δείτε επίσης
επεξεργασία
salesman
Πηγές
επεξεργασία
saleswoman
-
Oxford Learner's Dictionaries