salesman
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
salesman | salesmen |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsalesman (en)
- (επάγγελμα) ο πλασιέ
- ⮡ A salesman came to sell me an electronic device.
- Ήρθε ένας πλασιέ να μου πουλήσει μια ηλεκτρονική συσκευή.
- ≈ συνώνυμα: rep, representative, sales representative και sales rep
- ⮡ A salesman came to sell me an electronic device.