rep
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- rep < περικοπή του representative
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
rep | reps |
- ο/η αντιπρόσωπος
- ⮡ Their European rep is based in France.
- Ο αντιπρόσωπός τους για την Ευρώπη είναι εγκαταστημένος στη Γαλλία.
- ⮡ Their European rep is based in France.
- (επάγγελμα) ο/η πλασιέ
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- rep < περικοπή του reputation