Δείτε επίσης: φημί
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φήμη οι φήμες
      γενική της φήμης των φημών
    αιτιατική τη φήμη τις φήμες
     κλητική φήμη φήμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φήμη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φήμη

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfi.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φή‐μη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φήμη θηλυκό

  1. διάδοση, λόγια που διαδίδονται από στόμα σε στόμα χωρίς να είναι διασταυρωμένα
    ⮡  ακούγονται φήμες για ανασχηματισμό της κυβέρνησης
  2. η εντύπωση που επικρατεί στους άλλους ανθρώπους για το χαρακτήρα και την ποιότητα κάποιου, το καλό ή κακό "όνομα" που έχει αποκτήσει κάποιος
  3. η διασημότητα, το να είναι κανείς φημισμένος, διάσημος
  4. (θρησκεία) η φήμη του αρχιερέως, απαγγελία του ονόματος και του εκκλησιαστικού τίτλου, που φέρει ένας αρχιερέας, όταν αυτός προΐσταται αρχιερατικής λειτουργίας:
    ⮡  [...] τοῦ Σεβασμιωτάτου καὶ θεοπροβλήτου Μητροπολίτου τῆς ἁγιωτάτης Μητροπόλεως [...], (Ὑπερτίμου καὶ Ἐξάρχου [...]), ἡμῶν δὲ πατρὸς καὶ ποιμενάρχου* / ἱεράρχου**, πολλὰ τὰ ἔτη. (*εντός της επαρχίας του / **εκτός της επαρχίας του)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φήμη αἱ φῆμαι
      γενική τῆς φήμης τῶν φημῶν
      δοτική τῇ φήμ ταῖς φήμαις
    αιτιατική τὴν φήμην τὰς φήμᾱς
     κλητική ! φήμη φῆμαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φήμ
γεν-δοτ τοῖν  φήμαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

φήμη, ήδη ομηρικό < φημ(ί) +

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φήμη θηλυκό

  1. χρειάζεται παράθεμα ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 2 (β. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 35
  2. λόγος
  3. φήμη, διάδοση
  4. φήμη, το καλό ή κακό "όνομα"

Άλλες μορφές

επεξεργασία