φήμη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φήμη | οι | φήμες |
γενική | της | φήμης | των | φημών |
αιτιατική | τη | φήμη | τις | φήμες |
κλητική | φήμη | φήμες | ||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φήμη < αρχαία ελληνική φήμη
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φήμη θηλυκό
- διάδοση, λόγια που διαδίδονται από στόμα σε στόμα χωρίς να είναι διασταυρωμένα
- ακούγονται φήμες για ανασχηματισμό της κυβέρνησης
- η εντύπωση που επικρατεί στους άλλους ανθρώπους για το χαρακτήρα και την ποιότητα κάποιου, το καλό ή κακό "όνομα" που έχει αποκτήσει κάποιος
- το καλό όνομα που έχει αποκτήσει κάποιος
- η διασημότητα, το να είναι κανείς φημισμένος, διάσημος
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διάδοση
η εντύπωση που υπάρχει για κάποιον
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | φήμη | φήμα | φῆμαι |
Γενική | φήμης | φήμαιν | φημῶν |
Δοτική | φήμῃ | φήμαιν | φήμαις |
Αιτιατική | φήμην | φήμα | φήμας |
Κλητική | φήμη | φήμα | φῆμαι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φήμη θηλυκό
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- φήμη στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «φήμη» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.