Δείτε επίσης: φημί
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φήμη οι φήμες
      γενική της φήμης των φημών
    αιτιατική τη φήμη τις φήμες
     κλητική φήμη φήμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φήμη θηλυκό

  1. διάδοση, λόγια που διαδίδονται από στόμα σε στόμα χωρίς να είναι διασταυρωμένα
      ακούγονται φήμες για ανασχηματισμό της κυβέρνησης
  2. η εντύπωση που επικρατεί στους άλλους ανθρώπους για το χαρακτήρα και την ποιότητα κάποιου, το καλό ή κακό "όνομα" που έχει αποκτήσει κάποιος
  3. η διασημότητα, το να είναι κανείς φημισμένος, διάσημος
  4. (θρησκεία) η φήμη του αρχιερέως, απαγγελία του ονόματος και του εκκλησιαστικού τίτλου, που φέρει ένας αρχιερέας, όταν αυτός προΐσταται αρχιερατικής λειτουργίας
      [...] τοῦ Σεβασμιωτάτου καὶ θεοπροβλήτου Μητροπολίτου τῆς ἁγιωτάτης Μητροπόλεως [...], (Ὑπερτίμου καὶ Ἐξάρχου [...]), ἡμῶν δὲ πατρὸς καὶ ποιμενάρχου* / ἱεράρχου**, πολλὰ τὰ ἔτη. (*εντός της επαρχίας του / **εκτός της επαρχίας του)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φήμη αἱ φῆμαι
      γενική τῆς φήμης τῶν φημῶν
      δοτική τῇ φήμ ταῖς φήμαις
    αιτιατική τὴν φήμην τὰς φήμᾱς
     κλητική ! φήμη φῆμαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φήμ
γεν-δοτ τοῖν  φήμαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

φήμη, ήδη ομηρικό < φημ(ί) +

Ουσιαστικό

επεξεργασία