fame
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fame (en)
- φήμη, δόξα, το να είναι κανείς φημισμένος, διάσημος
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fame (it)
fame (en)
fame (it)