πείνα
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πείνα | οι | πείνες |
γενική | της | πείνας | — | |
αιτιατική | την | πείνα | τις | πείνες |
κλητική | πείνα | πείνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- πείνα < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική πεῖνα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpi.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πεί‐να
- ομόηχο: πίνα
Ουσιαστικό
πείνα θηλυκό
- η ανάγκη ή επιθυμία για φαγητό
- (συνεκδοχικά) ισχυρή επιθυμία για κάτι που είναι σε έλλειψη
- η συνεχής έλλειψη τροφίμων και τα προβλήματα που προκαλούνται
Εκφράσεις
- απεργία πείνας: μορφή διαμαρτυρίας που συνίσταται στην άρνηση τροφής, με σκοπό να ασκηθεί πίεση για την ικανοποίηση συγκεκριμένων αιτημάτων
- δε σε βλέπω από την πείνα : πεινώ τόσο που οι αισθήσεις μου δε λειτουργούν
- πεθαίνω ης πείνας
στον πληθυντικό:
Παροιμίες
- η πείνα κάστρα καταλεί και χώρες παραδίδει: η στέρηση των αναγκαίων για τη ζωή οδηγεί όχι μόνο σε υλική ένδεια αλλά και σε ηθική κατάπτωση
Μεταφράσεις
πείνα
Πηγές
- «πείνα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.