πείνα
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πείνα | οι | πείνες |
γενική | της | πείνας | — | |
αιτιατική | την | πείνα | τις | πείνες |
κλητική | πείνα | πείνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πείνα < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική πεῖνα
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpi.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πεί‐να
- ομόηχο: πίνα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πείνα θηλυκό
- η ανάγκη ή επιθυμία για φαγητό
- (συνεκδοχικά) ισχυρή επιθυμία για κάτι
- η συνεχής έλλειψη τροφίμων και τα προβλήματα που προκαλούνται
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- απεργία πείνας : μορφή διαμαρτυρίας που συνίσταται στην άρνηση τροφής, με σκοπό να ασκηθεί πίεση για την ικανοποίηση συγκεκριμένων αιτημάτων
- δε σε βλέπω από την πείνα : πεινώ τόσο που οι αισθήσεις μου δε λειτουργούν
- η πείνα κάστρα καταλεί και χώρες παραδίδει : η στέρηση των αναγκαίων για τη ζωή οδηγεί όχι μόνο σε υλική ένδεια αλλά και σε ηθική κατάπτωση
- πεθαίνω της πείνας : πεινώ πάρα πολύ
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- Η χρήση του πληθυντικού σε εκφράσεις όπως έχω κάτι πείνες και πέσανε κάτι πείνες.