πεῖνα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πεῖνᾰ | αἱ | πεῖναι |
γενική | τῆς | πείνης | τῶν | πεινῶν |
δοτική | τῇ | πείνῃ | ταῖς | πείναις |
αιτιατική | τὴν | πεῖνᾰν | τὰς | πείνᾱς |
κλητική ὦ! | πεῖνᾰ | πεῖναι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πείνᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πείναιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'γλῶσσα' όπως «γλῶσσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πεῖνα < αβέβαιης ετυμολογίας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεῖνα θηλυκό
- πείνα
- λιμός
- (μεταφορικά) σφοδρή επιθυμία, πόθος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πεῖνα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πεῖνα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.