πειναλέος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πειναλέος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πειναλέος < → δείτε αρχαία ελληνική πεῖνα + -αλέος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.naˈle.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πει‐να‐λέ‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαπειναλέος, -α, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πείνα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πειναλέος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πειναλέος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πεῖν(α) + -αλέος[1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: πειναλέος (με λίγο διαφορετική σημασία)
Επίθετο
επεξεργασίαπειναλέος, -α, -ον
- (ελληνιστική κοινή) πεινασμένος, που πεινάει πολύ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «πείνα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- πειναλέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πειναλέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.