πεινάλας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πεινάλας | οι | πεινάλες |
γενική | του | πεινάλα | — | |
αιτιατική | τον | πεινάλα | τους | πεινάλες |
κλητική | πεινάλα | πεινάλες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πεινάλας < πείν(α) + -άλας < αρχαία ελληνική πεῖνα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεινάλας αρσενικό και θηλυκό: πεινάλα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πείνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεινάλας
|