Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πεινασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πεινασμέν
ος
η
πεινασμέν
η
το
πεινασμέν
ο
γενική
του
πεινασμέν
ου
της
πεινασμέν
ης
του
πεινασμέν
ου
αιτιατική
τον
πεινασμέν
ο
την
πεινασμέν
η
το
πεινασμέν
ο
κλητική
πεινασμέν
ε
πεινασμέν
η
πεινασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πεινασμέν
οι
οι
πεινασμέν
ες
τα
πεινασμέν
α
γενική
των
πεινασμέν
ων
των
πεινασμέν
ων
των
πεινασμέν
ων
αιτιατική
τους
πεινασμέν
ους
τις
πεινασμέν
ες
τα
πεινασμέν
α
κλητική
πεινασμέν
οι
πεινασμέν
ες
πεινασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πεινασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
πεινάω
και
πεινώ
Μετοχή
επεξεργασία
πεινασμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
πεινάω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πεινασμένος
αγγλικά
:
hungry
(en)
γαλλικά
:
affamé
(fr)