Δείτε επίσης: πεινῶ, πίνω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεινώ < αρχαία ελληνική πεινῶ

πεινώ και πεινάω

  • νιώθω ως σωματική αίσθηση την ανάγκη να φάω

Παροιμίες

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία