πίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πίνω
- για τη σημασία «καπνίζω» < σημασιολογικό δάνειο από την τουρκική içmek[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πί‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαπίνω, αόρ.: ήπια, παθ.φωνή: πίνομαι, π.αόρ.: (πιώθηκα), μτχ.π.π.: πιωμένος
- βάζω υγρό στο στόμα με σκοπό να καταλήξει στο στομάχι
- ↪ πιες το γάλα σου
- ↪ θα πιεις καφέ;
- κρατώ υγρό στο εσωτερικό μου, απορροφώ
- ↪ το περιβόλι χρειάζεται να πιει πολύ νερό λόγω του καύσωνα
- κάνω χρήση χαπιών ή άλλου φαρμάκου
- ↪ να πιεις αντιπυρετικό για να πέσει ο πυρετός
- (αργκό) καπνίζω καπνό ή παίρνω ναρκωτικά ή καταναλώνω οινοπνευματώδες ποτό
- ↪ βάλε μου να πιω
- είμαι πότης, έχω εθιστεί στο αλκοόλ
- ↪ το πάθος του να πίνει τον κατέστρεψε
- κάνω πρόποση
- ↪ ας πιούμε στην υγεία του εορτάζοντα
- πίνεται;: είναι κατάλληλο ή ευχάριστο για να το πει κάποιος
- ↪ μου έφερε ένα κρασί που πίνεται σαν κονιάκ
- → και δείτε τη λέξη πιωμένος (μετοχή: μεθυσμένος)
Εκφράσεις
επεξεργασία- να τον/την πιεις στο ποτήρι: όμορφος νέος / όμορφη νέα
- πίνω νερό στο όνομα κάποιου: έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον
- πίνω το αμίλητο νερό
- πίνω το αίμα (κάποιου)
- πίνω το αίμα του κοσμάκη
- πίνω πικρό ποτήρι: καταβάλλομαι από αίσθημα δυσαρέσκειας λόγω αρνητικής κατάστασης
- τα πίνω
- τι πίνεις;: ποιο είναι το αγαπημένο σου ποτό;ποιο ποτο σου αρεσει να πινεις
- τόν ήπιαμε: δεχθήκαμε αρνητικό αποτέλεσμα από μιάν κατάσταση
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- Όροι με πίνω — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πίνω | έπινα | θα πίνω | να πίνω | πίνοντας | |
β' ενικ. | πίνεις | έπινες | θα πίνεις | να πίνεις | πίνε | |
γ' ενικ. | πίνει | έπινε | θα πίνει | να πίνει | ||
α' πληθ. | πίνουμε | πίναμε | θα πίνουμε | να πίνουμε | ||
β' πληθ. | πίνετε | πίνατε | θα πίνετε | να πίνετε | πίνετε | |
γ' πληθ. | πίνουν(ε) | έπιναν πίναν(ε) |
θα πίνουν(ε) | να πίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ήπια | θα πιω | να πιω | πιει | ||
β' ενικ. | ήπιες | θα πιεις | να πιεις | πιες | ||
γ' ενικ. | ήπιε | θα πιει | να πιει | |||
α' πληθ. | ήπιαμε | θα πιούμε | να πιούμε | |||
β' πληθ. | ήπιατε | θα πιείτε | να πιείτε | πιείτε | ||
γ' πληθ. | ήπιαν(ε) | θα πιουν | να πιουν | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πιει | είχα πιει | θα έχω πιει | να έχω πιει | ||
β' ενικ. | έχεις πιει | είχες πιει | θα έχεις πιει | να έχεις πιει | ||
γ' ενικ. | έχει πιει | είχε πιει | θα έχει πιει | να έχει πιει | ||
α' πληθ. | έχουμε πιει | είχαμε πιει | θα έχουμε πιει | να έχουμε πιει | ||
β' πληθ. | έχετε πιει | είχατε πιει | θα έχετε πιει | να έχετε πιει | ||
γ' πληθ. | έχουν πιει | είχαν πιει | θα έχουν πιει | να έχουν πιει |
|
- παθητικοί τύποι, κυρίως στον: ενεστώτα: πίνομαι και παρατατικό: πινόμουν, μετοχή παρακειμένου: πιωμένος. Ο Τριανταφυλλίδης, αναφέρει παθητικό αόριστο (δημοτική): πιώθηκα[2]
Μεταφράσεις
επεξεργασία πίνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «Κατάλογος ανώμαλων ρημάτων» §968 - Μανόλης Τριανταφυλλίδης (2018) Νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής). Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1941, με διορθώσεις και επίμετρο - γραφή πολυτονική), σελ. 372.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | πίνω | πίνομαι |
Παρατατικός | ἔπινον & πίνεσκον (ιωνικός) | ἐπινόμην |
Μέλλοντας | πίομαι & πιοῦμαι | ποθήσομαι |
Αόριστος | ἔπιον | ἐπόθην |
Παρακείμενος | πέπωκα | πέπομαι |
Υπερσυντέλικος | ἐπεπώκειν | ἐπεπόμην |
Συντελ.Μέλλ. | πεπωκώς ἔσομαι | - |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πίνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh- θέμα πι- + νω. Συγγενή: σανσκριτική पिबति (píbati), λατινική poto, bibo (> γαλλική boire).[1]
Ρήμα
επεξεργασίαπίνω
- πίνω
- καταπίνω, απορροφώ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 198.2
- καὶ οὔτε αὐχμοῦ φροντίζουσα οὐδὲν οὔτε ὄμβρον πλέω πιοῦσα δεδήληται· ὕεται γὰρ δὴ ταῦτα τῆς Λιβύης· τῶν δὲ ἐκφορίων τοῦ καρποῦ ταὐτὰ μέτρα τῇ Βαβυλωνίῃ γῇ κατίσταται.
- και δε φοβάται καθόλου την αναβροχιά, κι ούτε, πίνοντας βροχή πάνω από το συνηθισμένο, πλημμυρίζει· γιατί σ᾽ αυτή την περιοχή της Λιβύης βρέχει· και τα σπαρτά τους έχουν την ίδια απόδοση σε καρπό με τη χώρα των Βαβυλωνίων.
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- καὶ οὔτε αὐχμοῦ φροντίζουσα οὐδὲν οὔτε ὄμβρον πλέω πιοῦσα δεδήληται· ὕεται γὰρ δὴ ταῦτα τῆς Λιβύης· τῶν δὲ ἐκφορίων τοῦ καρποῦ ταὐτὰ μέτρα τῇ Βαβυλωνίῃ γῇ κατίσταται.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 198.2
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
με θέμα πι-
|
με θέμα πο- |
με θέμα πω- |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- πίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.