Ετυμολογία

επεξεργασία
πίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πίνω
 
Ένα πουλί πίνει νερό από το έδαφος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πί‐νω

πίνω, αόρ.: ήπια, παθ.φωνή: πίνομαι, π.αόρ.: (πιώθηκα), μτχ.π.π.: πιωμένος

  1. βάζω υγρό στο στόμα με σκοπό να καταλήξει στο στομάχι
    πιες το γάλα σου
    θα πιεις καφέ;
  2. κρατώ υγρό στο εσωτερικό μου, απορροφώ
    το περιβόλι χρειάζεται να πιει πολύ νερό λόγω του καύσωνα
  3. κάνω χρήση χαπιών ή άλλου φαρμάκου
    να πιεις αντιπυρετικό για να πέσει ο πυρετός
  4. (αργκό) καπνίζω καπνό ή παίρνω ναρκωτικά ή καταναλώνω οινοπνευματώδες ποτό
    βάλε μου να πιω
  5. είμαι πότης, έχω εθιστεί στο αλκοόλ
    το πάθος του να πίνει τον κατέστρεψε
  6. κάνω πρόποση
    ας πιούμε στην υγεία του εορτάζοντα
  7. πίνεται;: είναι κατάλληλο ή ευχάριστο για να το πει κάποιος
    μου έφερε ένα κρασί που πίνεται σαν κονιάκ
  8. → και δείτε τη λέξη πιωμένος (μετοχή: μεθυσμένος)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • παθητικοί τύποι, κυρίως στον: ενεστώτα: πίνομαι και παρατατικό: πινόμουν, μετοχή παρακειμένου: πιωμένος. Ο Τριανταφυλλίδης, αναφέρει παθητικό αόριστο (δημοτική): πιώθηκα[2]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. πίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «Κατάλογος ανώμαλων ρημάτων» §968 - Μανόλης Τριανταφυλλίδης (2018) Νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής). Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1941, με διορθώσεις και επίμετρο - γραφή πολυτονική), σελ. 372.



Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  πίνω   πίνομαι 
Παρατατικός  ἔπινον & πίνεσκον (ιωνικός  ἐπινόμην 
Μέλλοντας  πίομαι & πιοῦμαι   ποθήσομαι 
Αόριστος  ἔπιον   ἐπόθην 
Παρακείμενος  πέπωκα   πέπομαι 
Υπερσυντέλικος  ἐπεπώκειν   ἐπεπόμην 
Συντελ.Μέλλ.  πεπωκώς ἔσομαι   - 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πίνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh- θέμα πι- + νω. Συγγενή: σανσκριτική पिबति (píbati), λατινική poto, bibo (> γαλλική boire).[1]

πίνω

  1. πίνω
  2. καταπίνω, απορροφώ
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 198.2
    καὶ οὔτε αὐχμοῦ φροντίζουσα οὐδὲν οὔτε ὄμβρον πλέω πιοῦσα δεδήληται· ὕεται γὰρ δὴ ταῦτα τῆς Λιβύης· τῶν δὲ ἐκφορίων τοῦ καρποῦ ταὐτὰ μέτρα τῇ Βαβυλωνίῃ γῇ κατίσταται.
    και δε φοβάται καθόλου την αναβροχιά, κι ούτε, πίνοντας βροχή πάνω από το συνηθισμένο, πλημμυρίζει· γιατί σ᾽ αυτή την περιοχή της Λιβύης βρέχει· και τα σπαρτά τους έχουν την ίδια απόδοση σε καρπό με τη χώρα των Βαβυλωνίων.
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

με θέμα πι-

  • πίνω

με θέμα πο-

με θέμα πω-

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.