Δείτε επίσης: ἀπορρροφῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απορροφώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπορρροφῶ, συνηρημένος τύπος του ἀπορροφέω (πίνω με ρουφηξιές) < ἀπό + ῥοφέω / ῥοφῶ, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική absorber[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.po.ɾoˈfo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πορ‐ρο‐φώ

απορροφώ/απορροφάω, αόρ.: απορρόφησα, παθ.φωνή: απορροφώμαι/απορροφιέμαι, π.αόρ.: απορροφήθηκα, μτχ.π.π.: απορροφημένος

  1. ρουφώ
  2. αφομοιώνω, ρουφώ στο εσωτερικό μου μία ουσία
    ⮡  το ύφασμα απορροφά το λάδι και η λαδιά δεν φεύγει εύκολα
    ⮡  η μπογιά απορροφήθηκε από τον τοίχο
  3. μειώνω ή εξαλείφω την ένταση ενός φαινομένου
  4. (μεταφορικά) συγχωνεύω
  5. (μεταφορικά) ενσωματώνω, αφομοιώνω
  6. (μεταφορικά) καταναλώνω
    ⮡  ό,τι δεν απορροφά η ελληνική αγορά εξάγεται αλλά και αντιστρόφως, ό,τι δεν απορροφούν οι εξαγωγές, διοχετεύεται στην εγχώρια
    ⮡  τα δάνεια απορροφήθηκαν από τις τράπεζες αντί να καλύψουν κοινωνικές ανάγκες
  7. (μεταφορικά) προσλαμβάνω εργατικό δυναμικό
  8. (μεταφορικά) κάνω κάποιον να αφοσιωθεί σε κάτι ολότελα και να ξεχάσει όλα τα άλλα
    ⮡  με απορρόφησε η δουλειά και ξέχασα να φάω!
    ⮡  απορροφήθηκα με το διάβασμα-στο διάβασμα
  9. (φυσική) ελαττώνω την ένταση ή την ενέργεια ηχητικού ή ηλεκτρομαγνητικού κύματος καθώς αυτό διαδίδεται μέσα σε υλικό σώμα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις από και ρουφώ

Ενεργητική φωνή: → λείπει η κλίση Παθητική φωνή: απορροφώμαι → λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία