Δείτε επίσης: ἀπορρροφῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

απορροφώ/απορροφάω, αόρ.: απορρόφησα, παθ.φωνή: απορροφώμαι/απορροφιέμαι, π.αόρ.: απορροφήθηκα, μτχ.π.π.: απορροφημένος

  1. ρουφώ
  2. αφομοιώνω, ρουφώ στο εσωτερικό μου μία ουσία
      το ύφασμα απορροφά το λάδι και η λαδιά δεν φεύγει εύκολα
      η μπογιά απορροφήθηκε από τον τοίχο
  3. μειώνω ή εξαλείφω την ένταση ενός φαινομένου
  4. (μεταφορικά) συγχωνεύω
  5. (μεταφορικά) ενσωματώνω, αφομοιώνω
  6. (μεταφορικά) καταναλώνω
      ό,τι δεν απορροφά η ελληνική αγορά εξάγεται αλλά και αντιστρόφως, ό,τι δεν απορροφούν οι εξαγωγές, διοχετεύεται στην εγχώρια
      τα δάνεια απορροφήθηκαν από τις τράπεζες αντί να καλύψουν κοινωνικές ανάγκες
  7. (μεταφορικά) προσλαμβάνω εργατικό δυναμικό
  8. (μεταφορικά) κάνω κάποιον να αφοσιωθεί σε κάτι ολότελα και να ξεχάσει όλα τα άλλα
      με απορρόφησε η δουλειά και ξέχασα να φάω!
      απορροφήθηκα με το διάβασμα-στο διάβασμα
  9. (φυσική) ελαττώνω την ένταση ή την ενέργεια ηχητικού ή ηλεκτρομαγνητικού κύματος καθώς αυτό διαδίδεται μέσα σε υλικό σώμα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Ενεργητική φωνή: λείπει η κλίση Παθητική φωνή: απορροφώμαι λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία