καταναλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταναλώνω < μεσαιωνική ελληνική καταναλώνω < αρχαία ελληνική καταναλίσκω < κατά + ἀναλίσκω
Ρήμα
επεξεργασίακαταναλώνω (παθητική φωνή: καταναλώνομαι)
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) ξοδεύω, δαπανώ
- (μεταφορικά) αφιερώνω
- τρώω, πίνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταναλώνω | κατανάλωνα | θα καταναλώνω | να καταναλώνω | καταναλώνοντας | |
β' ενικ. | καταναλώνεις | κατανάλωνες | θα καταναλώνεις | να καταναλώνεις | κατανάλωνε | |
γ' ενικ. | καταναλώνει | κατανάλωνε | θα καταναλώνει | να καταναλώνει | ||
α' πληθ. | καταναλώνουμε | καταναλώναμε | θα καταναλώνουμε | να καταναλώνουμε | ||
β' πληθ. | καταναλώνετε | καταναλώνατε | θα καταναλώνετε | να καταναλώνετε | καταναλώνετε | |
γ' πληθ. | καταναλώνουν(ε) | κατανάλωναν καταναλώναν(ε) |
θα καταναλώνουν(ε) | να καταναλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατανάλωσα | θα καταναλώσω | να καταναλώσω | καταναλώσει | ||
β' ενικ. | κατανάλωσες | θα καταναλώσεις | να καταναλώσεις | κατανάλωσε | ||
γ' ενικ. | κατανάλωσε | θα καταναλώσει | να καταναλώσει | |||
α' πληθ. | καταναλώσαμε | θα καταναλώσουμε | να καταναλώσουμε | |||
β' πληθ. | καταναλώσατε | θα καταναλώσετε | να καταναλώσετε | καταναλώστε | ||
γ' πληθ. | κατανάλωσαν καταναλώσαν(ε) |
θα καταναλώσουν(ε) | να καταναλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταναλώσει | είχα καταναλώσει | θα έχω καταναλώσει | να έχω καταναλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταναλώσει | είχες καταναλώσει | θα έχεις καταναλώσει | να έχεις καταναλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταναλώσει | είχε καταναλώσει | θα έχει καταναλώσει | να έχει καταναλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταναλώσει | είχαμε καταναλώσει | θα έχουμε καταναλώσει | να έχουμε καταναλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταναλώσει | είχατε καταναλώσει | θα έχετε καταναλώσει | να έχετε καταναλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταναλώσει | είχαν καταναλώσει | θα έχουν καταναλώσει | να έχουν καταναλώσει |
|