Ετυμολογία

επεξεργασία

καταναλώνω (παθητική φωνή: καταναλώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) ξοδεύω, δαπανώ
  2. (μεταφορικά) αφιερώνω
  3. τρώω, πίνω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία