Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντικαταναλωτισμός οι αντικαταναλωτισμοί
      γενική του αντικαταναλωτισμού των αντικαταναλωτισμών
    αιτιατική τον αντικαταναλωτισμό τους αντικαταναλωτισμούς
     κλητική αντικαταναλωτισμέ αντικαταναλωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντικαταναλωτισμός < αντι- + καταναλωτισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντικαταναλωτισμός αρσενικό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία