Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταναλωτισμός οι καταναλωτισμοί
      γενική του καταναλωτισμού των καταναλωτισμών
    αιτιατική τον καταναλωτισμό τους καταναλωτισμούς
     κλητική καταναλωτισμέ καταναλωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταναλωτισμός < καταναλωτής + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική consumerism)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταναλωτισμός αρσενικό

  1. η οικονομική και κοινωνική τάση που προάγει την υπερβολική κατανάλωση, δηλαδή την κατανάλωση μη αναγκαίων αγαθών ή απαραίτητων μεν, αλλά σε μη αναγκαίες ποσότητες
  2. οικονομική θεωρία που εισηγείται την υπερκατανάλωση ως τρόπο ενίσχυσης της παραγωγής και της ανάπτυξης της οικονομίας ενός έθνους

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία