καταναλωτισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταναλωτισμός < καταναλωτής + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική consumerism)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταναλωτισμός αρσενικό
- η οικονομική και κοινωνική τάση που προάγει την υπερβολική κατανάλωση, δηλαδή την κατανάλωση μη αναγκαίων αγαθών ή απαραίτητων μεν, αλλά σε μη αναγκαίες ποσότητες
- οικονομική θεωρία που εισηγείται την υπερκατανάλωση ως τρόπο ενίσχυσης της παραγωγής και της ανάπτυξης της οικονομίας ενός έθνους
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις καταναλώνω, κατά και αναλώνω
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καταναλωτισμός