ενεστώτας consume
γ΄ ενικό ενεστώτα consumes
αόριστος consumed
παθητική μετοχή consumed
ενεργητική μετοχή consuming

consume (en)

  1. καταναλώνω, ξοδεύω, χρησιμοποιώ κάτι, ειδικά καύσιμα, ενέργεια ή χρόνο
    ⮡  We consume oil/calories.
    Καταναλώνουμε πετρέλαιο/θερμίδες.
    ⮡  He consumed his fortune in a year.
    Ξόδεψε την περιουσία του σ' ένα χρόνο.
    ⮡  energy-consuming global cryptocurrency creation - ενεργοβόρα η παγκόσμια δημιουργία κρυπτονομισμάτων
  2. (επίσημο) καταναλώνω, τρώω ή πίνω κάτι
    ⮡  We consume meat/beer.
    Καταναλώνουμε κρέας/μπύρα.
    ⮡  That much bread cannot be consumed in a day.
    Τόσο ψωμί δεν μπορεί να καταναλωθεί σε μια μέρα.
  3. (επίσημο, συχνά στην παθητική φωνή) κατατρώγω, βασανίζω κάποιον ψυχικά
    ⮡  She was consumed by envy/pain.
    Την κατατρώει ο φθόνος/πόνος.
    ⮡  He is consumed by ambition./Ambition consumes him.
    Τον κατατρώει η φιλοδοξία.
  4. κατατρώγω, καταβροχθίζω, καταστρέφω εντελώς από φωτιά
    ⮡  The fire consumed everything.
    Η φωτιά τα κατάφαγε όλα.
    ⮡  The fire quickly consumed the wooden houses.
    Η φωτιά καταβρόχθισε γρήγορα τα ξύλινα σπίτια.
    ⮡  The forest was consumed by fire.
    Το δάσος καταστράφηκε από φωτιά.