ενικός         πληθυντικός  
consumer consumers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
consumer < consume + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

consumer (en)

  • ο καταναλωτής, η καταναλώτρια
    ⮡  It’s a sales promotion campaign targeting young consumers.
    Είναι εκστρατεία προώθησης πωλήσεων που απευθύνεται σε νεαρούς καταναλωτές.



  Ετυμολογία

επεξεργασία
consumer < λατινική consumere, καταστρέφω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔ̃.sy.me/
 

consumer (fr) (μεταβατικό)

  1. (λόγιο) εξαντλώ τις δυνάμεις κάποιου
     συνώνυμα: abattre, épuiser, fatiguer, miner, ronger, user
     αντώνυμα: fortifier
  2. (παρωχημένο ή λόγιο) καταναλώνω, ξοδεύω τελείως κάτι (τρόφιμα, χρήματα, κλπ.)
     συνώνυμα: consommer, dissiper
     αντώνυμα: conserver, entretenir
  3. (πιο συνηθισμένο) καταστρέφω με τη φωτιά
     συνώνυμα: anéantir, brûler, calciner, détruire, dévorer, embraser, incendier, ruiner
     αντώνυμα: éteindre

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία