• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

consomption

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

consomption < (άμεσο δάνειο) λατινική consumptio

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɔ̃.sɔ̃.psjɔ̃/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
consomption consomptions

consomption (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο ή λόγιο) το να έχει κάποιος εξαντληθεί, καεί, τελειωθεί
    ≠ αντώνυμα: conservation
  2. (παρωχημένο) προοδευτικό αδυνάτισμα που παρατηρείται κατά τη διαρκεια μακράς ασθένειας
    ≈ συνώνυμα: affaiblissement, cachexie, épuisement, langueur
    ≠ αντώνυμα: rétablissement, santé, vigueur
  3. (παρωχημένο) φυματίωση των πνευμόνων

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη consommer
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=consomption&oldid=5305948"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Οκτωβρίου 2021, στις 12:24

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Ido
    • Malagasy
    • Русский
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Οκτωβρίου 2021, στις 12:24.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας