Ετυμολογία

επεξεργασία
consomption < (άμεσο δάνειο) λατινική consumptio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔ̃.sɔ̃.psjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
consomption consomptions

consomption (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο ή λόγιο) το να έχει κάποιος εξαντληθεί, καεί, τελειωθεί
     αντώνυμα: conservation
  2. (παρωχημένο) προοδευτικό αδυνάτισμα που παρατηρείται κατά τη διαρκεια μακράς ασθένειας
     συνώνυμα: affaiblissement, cachexie, épuisement, langueur
     αντώνυμα: rétablissement, santé, vigueur
  3. (παρωχημένο) φυματίωση των πνευμόνων

Συγγενικά

επεξεργασία