τελειώνομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
τελειώνομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τελει(οῦμαι), τελειόομαι μέση φωνή του ρήματος τελειῶ [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /te.liˈo.no.me/ συγκρίνετε με την προφορά της ενεργητικής σημασίας τελειώνω
Ρήμα επεξεργασία
τελειώνομαι, π.αόρ.: τελειώθηκα, μτχ.π.π.: τελειωμένος
- (για πρόσωπα) παθητική φωνή του ρήματος τελειώνω με διαφορετική σημασία: γίνομαι τέλειος (κυρίως από πλευράς ηθικής)
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
- → δείτε το ενεργητικό τελειώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
τελειώνομαι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ τελειώνομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας