Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τελειώνομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τελει(οῦμαι), τελειόομαι μέση φωνή του ρήματος τελειῶ [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /te.liˈo.no.me/ συγκρίνετε με την προφορά της ενεργητικής σημασίας τελειώνω

  Ρήμα επεξεργασία

τελειώνομαι, π.αόρ.: τελειώθηκα, μτχ.π.π.: τελειωμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία