Ετυμολογία

επεξεργασία

Προφορά 1

επεξεργασία

τελειώνω , αόρ.: τέλειωσα/τελείωσα, μτχ.π.π.: τελειωμένος, παθ.φωνή: με διαφορετική σημασία τελειώνομαι, π.αόρ.: τελειώθηκα, μτχ.π.π.: τελειωμένος

  1. (μεταβατικό) ολοκληρώνω μια εργασία
      Περίμενε να στεγνώσει πριν μπεις μέσα, γιατί μόλις τελείωσα το σφουγγάρισμα.
  2. (αμετάβατο) φτάνω στο τέλος μου
    1. ολοκληρώνομαι
        τελειώνει το έργο
    2. εξαντλούμαι, σώνομαι
        τελειώνει η φέτα
  3. (λαϊκότροπο) φτάνω σε οργασμό
  4.  και δείτε την παθητική φωνή, με διαφορετική σημασία  τελειώνομαι: τελειοποιούμαι

Συγγενικά

επεξεργασία

Προφορά 2

επεξεργασία
ΔΦΑ : /teˈli.o.no/ σημασία: τελειοποιώ
τυπογραφικός συλλαβισμός: τελειώνω

τελειώνω , αόρ.: τελείωσα, παθ.φωνή: τελειώνομαι, π.αόρ.: τελειώθηκα, μτχ.π.π.: τελειωμένος

Μεταφράσεις

επεξεργασία