τελειοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τελειοποιώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τελειοποιώ < τέλειος + -ποιώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /te.li.o.piˈo/
Ρήμα
επεξεργασίατελειοποιώ (παθητική φωνή: τελειοποιούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- ατελειοποίητος
- αυτοτελειοποίηση
- τελειοποιημένος
- τελειοποίηση
- τελειοποιήσιμος
- τελειοποιητικός
- → δείτε τις λέξεις τέλειος, τέλος και ποιώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τελειοποιώ | τελειοποιούσα | θα τελειοποιώ | να τελειοποιώ | τελειοποιώντας | |
β' ενικ. | τελειοποιείς | τελειοποιούσες | θα τελειοποιείς | να τελειοποιείς | (τελειοποίει) | |
γ' ενικ. | τελειοποιεί | τελειοποιούσε | θα τελειοποιεί | να τελειοποιεί | ||
α' πληθ. | τελειοποιούμε | τελειοποιούσαμε | θα τελειοποιούμε | να τελειοποιούμε | ||
β' πληθ. | τελειοποιείτε | τελειοποιούσατε | θα τελειοποιείτε | να τελειοποιείτε | τελειοποιείτε | |
γ' πληθ. | τελειοποιούν(ε) | τελειοποιούσαν(ε) | θα τελειοποιούν(ε) | να τελειοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τελειοποίησα | θα τελειοποιήσω | να τελειοποιήσω | τελειοποιήσει | ||
β' ενικ. | τελειοποίησες | θα τελειοποιήσεις | να τελειοποιήσεις | τελειοποίησε | ||
γ' ενικ. | τελειοποίησε | θα τελειοποιήσει | να τελειοποιήσει | |||
α' πληθ. | τελειοποιήσαμε | θα τελειοποιήσουμε | να τελειοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | τελειοποιήσατε | θα τελειοποιήσετε | να τελειοποιήσετε | τελειοποιήστε | ||
γ' πληθ. | τελειοποίησαν τελειοποιήσαν(ε) |
θα τελειοποιήσουν(ε) | να τελειοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τελειοποιήσει | είχα τελειοποιήσει | θα έχω τελειοποιήσει | να έχω τελειοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις τελειοποιήσει | είχες τελειοποιήσει | θα έχεις τελειοποιήσει | να έχεις τελειοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει τελειοποιήσει | είχε τελειοποιήσει | θα έχει τελειοποιήσει | να έχει τελειοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τελειοποιήσει | είχαμε τελειοποιήσει | θα έχουμε τελειοποιήσει | να έχουμε τελειοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε τελειοποιήσει | είχατε τελειοποιήσει | θα έχετε τελειοποιήσει | να έχετε τελειοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τελειοποιήσει | είχαν τελειοποιήσει | θα έχουν τελειοποιήσει | να έχουν τελειοποιήσει |
|