Δείτε επίσης: προσπαθῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

προσπαθώ, αόρ.: προσπάθησα, παθ.φωνή: προσπαθιέμαι, π.αόρ.: προσπαθήθηκα, μτχ.π.π.: προσπαθημένος

  1. ενεργώ με κάθε τρόπο, ώστε να πετύχω κάτι
  2. αποπειρώμαι

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία