try
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
try | tries |
try (en)
- απόπειρα να λύσω πρόβλημα κ.λπ., προσπάθεια να κάνω κάτι, δοκιμή μιας γεύσης
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | try |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tries |
αόριστος | tried |
παθητική μετοχή | tried |
ενεργητική μετοχή | trying |
try (en)
- προσπαθώ, πειραματίζομαι, δοκιμάζω
- ⮡ If I go to Greece, I will try to see him.
- Αν (θα) πάω στην Ελλάδα θα προσπαθήσω να τον δω.
- ⮡ If I go to Greece, I will try to see him.
- δικάστηκε, πέρασε από δίκη (συνήθως στον αόριστο tried)