Επίθετο

επεξεργασία

tried (en)

  • δοκιμασμένος, που έχει δοκιμαστεί
    ⮡  a tried remedy - δοκιμασμένος φάρμακο
    ⮡  Greece has been sorely tried in recent years.
    Η Ελλάδα δοκιμάστηκε σκληρά τα τελευταία χρόνια.

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

tried (en)