tried
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαtried (en)
- δοκιμασμένος, που έχει δοκιμαστεί
- ⮡ a tried remedy - δοκιμασμένος φάρμακο
- ⮡ Greece has been sorely tried in recent years.
- Η Ελλάδα δοκιμάστηκε σκληρά τα τελευταία χρόνια.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαtried (en)
Πηγές
επεξεργασία- tried - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 244. ISBN 9780194325684., λήμμα: δοκιμασμένος, δοκιμάζω