Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

tried (en)

  • δοκιμασμένος, που έχει δοκιμαστεί
    a tried remedy - δοκιμασμένος φάρμακο
    Greece has been sorely tried in recent years.
    Η Ελλάδα δοκιμάστηκε σκληρά τα τελευταία χρόνια.

Εκφράσεις επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

tried (en)

  Πηγές επεξεργασία