Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δοκιμασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δοκιμασμέν
ος
η
δοκιμασμέν
η
το
δοκιμασμέν
ο
γενική
του
δοκιμασμέν
ου
της
δοκιμασμέν
ης
του
δοκιμασμέν
ου
αιτιατική
τον
δοκιμασμέν
ο
τη
δοκιμασμέν
η
το
δοκιμασμέν
ο
κλητική
δοκιμασμέν
ε
δοκιμασμέν
η
δοκιμασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δοκιμασμέν
οι
οι
δοκιμασμέν
ες
τα
δοκιμασμέν
α
γενική
των
δοκιμασμέν
ων
των
δοκιμασμέν
ων
των
δοκιμασμέν
ων
αιτιατική
τους
δοκιμασμέν
ους
τις
δοκιμασμέν
ες
τα
δοκιμασμέν
α
κλητική
δοκιμασμέν
οι
δοκιμασμέν
ες
δοκιμασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δοκιμασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
δοκιμάζω
Μετοχή
επεξεργασία
δοκιμασμένος, -η, -ο
που έχει
δοκιμαστεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δοκιμασμένος
αγγλικά
:
tried
(en)
γαλλικά
:
essayé
(fr)
,
éprouvé
(fr)
,
testé
(fr)