éprouvé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éprouvé | éprouvés |
θηλυκό | éprouvée | éprouvées |
Επίθετο
επεξεργασία
éprouvé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éprouvé | éprouvés |
θηλυκό | éprouvée | éprouvées |
éprouvé (fr)