tried and true
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαtried and true (en)
- (ιδιωματισμός, αμερικανικά αγγλικά) δοκιμασμένος, που έχω χρησιμοποιήσει στο παρελθόν με επιτυχία
- ⮡ a tried and true method - δοκιμασμένη μέθοδος
- ≈ συνώνυμα: tried and tested (βρετανικά αγγλικά)