Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόπειρα οι απόπειρες
      γενική της απόπειρας των αποπειρών
    αιτιατική την απόπειρα τις απόπειρες
     κλητική απόπειρα απόπειρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόπειρα < αρχαία ελληνική ἀπόπειρα < ἀπό + πεῖρα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tentative)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈpo.pi.ɾa/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απόπειρα θηλυκό

  1. προσπάθεια να κάνει κάποιος κάτι, η οποία όμως τελικά αποτυγχάνει, οπότε εκ των υστέρων χαρακτηρίζεται ως απόπειρα, η ατελέσφορη προσπάθεια
    απόπειρα αυτοκτονίας, ληστείας, φόνου ή ανθρωποκτονίας
    η αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας : πλεονασμός, αφού η απόπειρα ως λέξη εμπεριέχει την έννοια της αποτυχίας
    η απόπειρά τους να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση αποτέλεσε παταγώδη αποτυχία
  2. δοκιμή, προσπάθεια που γίνεται εν γνώσει της πιθανής αποτυχίας και γι' αυτό χαρακτηρίζεται εκ προοιμίου απόπειρα
    Θα κάνω μια απόπειρα να το φτιάξω, αλλά μάλλον θα χρειαστούμε υδραυλικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία