υπερπροσπάθεια
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπερπροσπάθεια < υπερ- + προσπάθεια
Ουσιαστικό Επεξεργασία
υπερπροσπάθεια θηλυκό
- πολύ έντονη προσπάθεια, τόσο ώστε να εξαντλεί τις σωματικές και ψυχικές δυνάμεις αυτού που την καταβάλλει
Μεταφράσεις Επεξεργασία
υπερπροσπάθεια
|