attempt
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
attempt | attempts |
attempt (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η προσπάθεια
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | attempt |
γ΄ ενικό ενεστώτα | attempts |
αόριστος | attempted |
παθητική μετοχή | attempted |
ενεργητική μετοχή | attempting |
attempt (en)