stab
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
stab | stabs |
stab (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | stab |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stabs |
αόριστος | stabbed |
παθητική μετοχή | stabbed |
ενεργητική μετοχή | stabbing |
stab (en)
ενικός | πληθυντικός |
stab | stabs |
stab (en)
ενεστώτας | stab |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stabs |
αόριστος | stabbed |
παθητική μετοχή | stabbed |
ενεργητική μετοχή | stabbing |
stab (en)