go
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
go < (κληρονομημένο) μέση αγγλική gon, goon < αγγλοσαξονική gan
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
go | goes |
go (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | go |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goes |
αόριστος | went |
παθητική μετοχή | gone |
ενεργητική μετοχή | going |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
go (en))
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
go (eo)
Πολωνικά (pl)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΑντωνυμίαΕπεξεργασία
go (pl) αρσενικό και ουδέτερο
Σράναν (srn)Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
go