Ετυμολογία

επεξεργασία

go < (κληρονομημένο) μέση αγγλική gon, goon < αγγλοσαξονική gan

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
go goes
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά)

go (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. (μετρήσιμο, βρετανική σημασία) η σειρά, η θέση στην οποία τοποθετείται κάποιος μέσα σε ένα παχινίδι, μέσα σε μια δραστηριότητα
    ⮡  It’s your go now!
    H σειρά σου τώρα!
    ⮡  They took goes at riding the bike.
    Καβαλούσαν το ποδήλατο με τη σειρά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη turn (αμερικανική σημασία, βρετανική σημασία)
  2. (μετρήσιμο) η προσπάθεια
    ⮡  Let me have a go at it.
    Άσε με να κάνω κι εγώ μια προσπάθεια.
    ⮡  He had six goes at it and failed at all of them.
    Έκανε έξι προσπάθειες κι απότυχε σ' όλες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη attempt
  3. (μη μετρήσιμο, βρετανική σημασία) είμαι ενθουσιώδης, έχω ενθουσιασμό
    ⮡  Young people are full of go.
    Η νεολαία είναι ενθουσιώδης.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη liveliness
ενεστώτας go
γ΄ ενικό ενεστώτα goes
αόριστος went
παθητική μετοχή gone
ενεργητική μετοχή going
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

go (en)

  1. (αμετάβατο) πηγαίνω, περνάω, γυρίζω, ανεβαίνω, κατεβαίνω, κινούμαι από ένα σημείο προς ένα άλλο σημείο
    ⮡  I am going abroad/to Rome/to the countryside.
    Πηγαίνω στο εξωτερικό/στη Ρώμης/στην εξοχή.
    ⮡  This thread will not go through the needle!
    Αυτή η κλωστή δεν περνάει στο βελόνι!
    ⮡  The procession went past/by slowly.
    Η πομπή πέρασε αργά.
    ⮡  I go by someone’s window.
    Περνώ έξω από το παράθυρο κάποιου.
    ⮡  He goes from town to town.
    Γυρίζει από πόλη σε πόλη.
    ⮡  She took the elevator and went up to her apartment.
    Πήρε το ασανσέρ και ανέβηκε στο διαμέρισμά της.
    ⮡  He went up the stairs two at a time.
    Ανέβηκε τα σκαλιά δυο δυο.
    ⮡  They went down with the stairs/with the elevator.
    Κατέβηκαν με τη σκάλα/με το ασανσέρ.
    ⮡  Go and open the door.
    Άντε ν' ανοίξεις την πόρτα.
  2. (αμετάβατο) πηγαίνω, βγαίνω, πηγαίνω ή ταξιδεύω, ειδικά με κάποιον άλλο, σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή για να είμαι παρών σε μια εκδήλωση
    ⮡  Let’s go to my house to watch TV.
    Πάμε σπίτι μου να δούμε τηλεόραση.
    ⮡  Do you want to go for some beers on Saturday?
    Θέλεις να βγούμε για μπίρες το Σάββατο;
  3. (αμετάβατο) πηγαίνω ή ταξιδεύω με συγκεκριμένο τρόπο ή σε μια συγκεκριμένη απόσταση
    ⮡  We left the car and went on foot.
    Αφήσαμε το αυτοκίνητο και πήγαμε με τα πόδια.
    ⮡  I go to work by bike.
    Πάω στη δουλειά με το ποδήλατο.
    ⮡  I go by train/bus/airplane/boat.
    Πηγαίνω με τρένο/λεωφορείο/αεροπλάνο/πλοίο.
    ⮡  I am going at full speed.
    Πάω ολοταχώς.
    ⮡  He went at a high/low speed.
    Πήγε με μεγάλη/μικρή ταχύτητα.
  4. (αμετάβατο, συχνά go flying, go running, go hurrying, κτλ.· σχηματίζεται με go + ενεργητική μετοχή του ρήματος) πετάγομαι, ανεβαίνω, κατεβαίνω, πέφτω, κτλ, κινούμαι με συγκεκριμένο τρόπο ή ενώ κάνω κάτι άλλο
    ⮡  He went flying six meters from the explosion.
    Πετάχτηκε έξι μέτρα μακριά από την έκρηξη.
    ⮡  She went running up the stairs.
    Ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες.
    ⮡  I went hurrying down the street.
    Κατέβηκα βιαστικά στο δρόμο.
    ⮡  He got caught on a root and went stumbling forward.
    Σκόνταψε σε μια ρίζα κι έπεσε με το κεφάλι.
  5. (αμετάβατο) πηγαίνω, βγαίνω, φεύγω από το ένα μέρος για να φτάσω στο άλλο
    ⮡  I must be going now.
    Πρέπει να πάω/φεύγω τώρα.
    ⮡  He went out of his room.
    Βγήκε από το δωμάτιό του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη leave
  6. (αμετάβατο) πηγαίνω, φεύγω από ένα μέρος για να κάνω κάτι διαφορετικό
    ⮡  I am going on vacation tomorrow.
    Πάω/Φεύγω για διακοπές αύριο.
    ⮡  I am going on leave.
    Είμαι σε άδεια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη leave
  7. (αμετάβατο) πηγαίνω, επισκέπτομαι ένα μέρος για συγκεκριμένο σκοπό
    ⮡  I go to school/bed/prison/church/the hospital.
    Πάω στο σχολείο/στο κρεβάτι/στη φυλακή/στην εκκλησία/στο νοσοκομείο.
  8. (αμετάβατο) πηγαίνω σε μια συγκεκριμένη ιστοσελίδα ή ιστότοπο
    ⮡  I clicked the link to go to the next page of the website.
    Πάτησα τη σύνδεση για να πάω στην επόμενη σελίδα του ιστότοπου.
  9. (αμετάβατο) πηγαίνω, συμμετέχω σε δραστηριότητα
    ⮡  I go for a swim/climb/picnic.
    Πάω (για) κολύμπι/ορειβασία/πικ νικ.
    ⮡  I go shopping/fishing/walking/on a walk.
    Πάω για ψώνια/για ψάρεμα/πεζοπορία/για έναν περίπατο.
    ⮡  I am going to sleep, good night!
    Πάω να κοιμηθώ, καληνύχτα!
  10. (αμετάβατο) πηγαίνω, στέλνω κάτι κάπου
    ⮡  Who did the first prize go to?
    Σε ποιον πήγε το πρώτο βραβείο;
  11. (αμετάβατο, + επίρρημα/πρόθεση) περνώ, χρησιμοποιείται για να περιγράψει πόσο γρήγορα ή αργά φαίνεται να περνά ο χρόνος
    ⮡  The time went slowly.
    Η ώρα περνούσε αργά.
  12. (αμετάβατο) πηγαίνω, κάτι χάνεται
    ⮡  My umbrella has gone.
    Πάει την ομπρέλα μου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη disappear
  13. (αμετάβατο) πηγαίνω, βγάζω, βγαίνω, οδηγεί σε κάποιο σημείο
    ⮡  Where does this road go?
    Πού πάει/βγάζει αυτός ο δρόμος;
    ⮡  This road doesn’t go anywhere.
    Αυτός ο δρόμος δεν βγαίνει πουθενά.
     συνώνυμα: lead
  14. (αμετάβατο) πηγαίνω, κάτι είναι στη θέση του
    ⮡  Where does this chair go?
    Που πάει αυτή η καρέκλα;
     συνώνυμα: belong
  15. (αμετάβατο) πηγαίνω, κάτι χωράει κάπου
    ⮡  Will all these clothes go into one suitcase?
    Θα πάνε όλα αυτά τα ρούχα σε μια βαλίτσα;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fit
  16. (αμετάβατο) πηγαίνω, αποβαίνω
    ⮡  How did the elections go?
    Πώς πήγαν οι εκλογές;
    ⮡  If all goes well…
    Αν πάνε όλα καλά…
    ⮡  Do not worry, everything will go all right.
    Μην στενοχωριέσαι, όλα θα πάνε καλά.
    ⮡  The situation is not going well there.
    Η κατάσταση δεν πάει καλά εκεί.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη turn out
  17. (αμετάβατο) γίνομαι, χρησιμοποιείται σε πολλές εκφράσεις για να δείξει ότι κάποιος ή κάτι έχει φτάσει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή δεν βρίσκεται πλέον σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
    ⮡  He returned to his village and went from a factory worker to a farmer.
    Γύρισε πίσω στο χωριό του κι από εργάτης εργοστασίου έγινε αγρότης.
    ⮡  The business went from problematic to profitable.
    Η επιχείρηση από προβληματική έγινε κερδοφόρα.
  18. (+ επίθετο) γίνομαι διαφορετικός με έναν ιδιαίτερο τρόπο, ειδικά με κακό τρόπο
    ⮡  He went mad from anger.
    Έγινε τρελός από θυμό.
  19. (αμετάβατο) πηγαίνω, κάποιος ή κάτι βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
    ⮡  How’s work going?
    Πώς πάει η δουλειά;
    ⮡  How’s it going?
    Πώς πάει;
    ⮡  How did it go in London/in the exams?
    Πώς τα πήγες στο Λονδίνο/στις εξετάσεις;
    ⮡  The exams didn’t go well.
    Δεν τα πήγα καλά στης εξετάσεις.
  20. (αμετάβατο) πηγαίνω, για αριθμούς
    ⮡  How many times does 5 go into 30?
    Πόσες φορές πάει το 5 στο 30;
  21. πηγαίνω, ταιριάζω, μπαίνω
    ⮡  They go in pairs/in twos.
    Πάνε δύο-δύο.
    ⮡  The curtains go with the carpet.
    Οι κουρτίνες πάνε με τα χαλιά.
    ⮡  These two colors do not go together.
    Αυτά τα δυο χρώματα δεν πάνε μαζί.
    ⮡  Lemon goes in the soup, not vinegar.
    Λεμόνι μπαίνει στη σούπα, όχι ξίδι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη match
  22. (μεταβατικό και αμετάβατο) λέω, πηγαίνω, για να περιγράψει το περιεχόμενο ενός ποιήματος, τραγουδιού ή ιστορίας
    ⮡  The story goes that…
    Η ιστορία λέει ότι…
    ⮡  As the saying goes
    Όπως λέει η παροιμία…
    ⮡  I don’t remember how this tune goes.
    Δεν θυμάμαι πώς πάει αυτός ο σκοπός.
  23. (αμετάβατο) πηγαίνω, ξοδεύω χρήματα
    ⮡  How much of your salary goes to food/rent?
    Πόσα από το μισθό σου πάνε για φαγητό/ενοίκιο;
  24. (αμετάβατο, ανεπίσημο) ενεργούμαι, πάω στην τουαλέτα
    ⮡  He went after three days.
    Ενεργήθηκε ύστερα από τρεις μέρες.

Παράγωγα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
go < g + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

go (eo)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Αντωνυμία

επεξεργασία

go (pl) αρσενικό και ουδέτερο



go