Ετυμολογία

επεξεργασία
go and < → δείτε τις λέξεις go και and

  Έκφραση

επεξεργασία

go and (en)

  • (ιδιωματισμός, ανεπίσημο) πηγαίνω και/να, χρησιμοποιείται για να εκφράσει την αποδοκιμασία με μια ενέργεια
    ⮡  He went and got married.
    Πήγε και παντρεύτηκε.
    ⮡  Don’t go and worry for no reason.
    Πας και στενοχωριέσαι χωρίς λόγο.
    ⮡  Who went and said it to him?
    Ποιος πήγε και του το είπε;
    ⮡  Why are you going and telling him my secrets?
    Γιατί να πας να του πεις τα μυστικά μου;