ενεστώτας go under
γ΄ ενικό ενεστώτα goes under
αόριστος went under
παθητική μετοχή gone under
ενεργητική μετοχή going under

  Ετυμολογία

επεξεργασία
go under < → δείτε τις λέξεις go και under

go under (en)

  • περνάω ως, με λένε με ένα συγκεκριμένο όνομα
    ⮡  He goes under the name A. Smith.
    Περάσει ως A. Smith.
     συνώνυμα: go by