Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας belong
γ΄ ενικό ενεστώτα belongs
αόριστος belonged
παθητική μετοχή belonged
ενεργητική μετοχή belonging

  Ρήμα επεξεργασία

belong (en)

  1. ανήκω
  2. (αμετάβατο) ανήκω, υπάγομαι, πηγαίνω, κάτι είναι στη θέση του
    In which category does this belong?
    Σε ποια κατηγορία υπάγεται αυτό;
    Where does this chair belong?
    Που πάει αυτή η καρέκλα;
     συνώνυμα: go

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία