Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
belong
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
Επεξεργασία
Ρήμα
Επεξεργασία
belong
(en)
ανήκω
επιλογή κατάλληλων προθέσεων
Επεξεργασία
belong
to
(sb [somebody] / sth [something]): ανήκω σε (κπ [κάποιον] / κτ [κάτι]), υπάγομαι σε