ενεστώτας belong to
γ΄ ενικό ενεστώτα belongs to
αόριστος belonged to
παθητική μετοχή belonged to
ενεργητική μετοχή belonging to

  Ετυμολογία

επεξεργασία
belong to < → δείτε τις λέξεις belong και to

belong to (en)

  • ανήκω σε, υπάγομαι σε, είμαι μέρος μιας συγκεκριμένης ομάδας, τύπου ή συστήματος
    ⮡  He belongs to the top income bracket.
    Ανήκει στην ανώτατη εισοδηματική τάξη.
    ⮡  Which category does this belong to?
    Σε ποια κατηγορία υπάγεται αυτό;