Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας belong to
γ΄ ενικό ενεστώτα belongs to
αόριστος belonged to
παθητική μετοχή belonged to
ενεργητική μετοχή belonging to

  Ετυμολογία επεξεργασία

belong to < → δείτε τις λέξεις belong και to

  Ρήμα επεξεργασία

belong to (en)

  • ανήκω σε, υπάγομαι σε, είμαι μέρος μιας συγκεκριμένης ομάδας, τύπου ή συστήματος
    He belongs to the top income bracket.
    Ανήκει στην ανώτατη εισοδηματική τάξη.
    Which category does this belong to?
    Σε ποια κατηγορία υπάγεται αυτό;

  Πηγές επεξεργασία