Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɜːn/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /tɝn/ (αμερικανικό)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
turn turns

turn (en) (μετρήσιμο)

  1. η σειρά, παίρνω λίγο, εκ περιτροπής, η ώρα που κάποιος σε μια ομάδα ανθρώπων πρέπει ή επιτρέπεται να κάνει κάτι
    ⮡  It’s your turn now!
    H σειρά σου τώρα!
    ⮡  They took turns at riding the bike.
    Καβαλούσαν το ποδήλατο με τη σειρά.
    ⮡  Let me take a turn at the wheel.
    Άσε με να πάρω λίγο το τιμόνι.
    ⮡  The two kids took turns throwing the dice.
    Τα δυο παιδιά έριχναν τα ζάρια εκ περιτροπής.
     συνώνυμα:  go και move
  2. η στροφή, η αλλαγή κατεύθυνσης ή πορείας
    ⮡  The car made a sharp turn and went off course.
    Tο αυτοκίνητο έκανε στροφή απότομα και ξέφυγε από την πορεία του.
  3. (ειδικά αμερικανικά αγγλικά) η στροφή, η καμπή δρόμου
    ⮡  a turn in the road - στροφή στο δρόμο
    ⮡  Take the first turn on the right.
    Πάρε την πρώτη στροφή δεξιά.
    ⮡  She took a turn at full speed.
    Πήρε μια στροφή με μεγάλη ταχύτητα.
     συνώνυμα: turning (συνήθως βρετανικά αγγλικά), → και δείτε τη λέξη bend
  4. η στροφή, η περιστροφή, η πράξη του περιστρέφω
    ⮡  a half turn - μισή στροφή
    ⮡  a turn of the key - μια στροφή του κλειδιού
    ⮡  a turn of a wheel - η περιστροφή ενός τροχού
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη revolution
  5. η τροπή, μια ασυνήθιστη ή απροσδόκητη αλλαγή σε αυτό που συμβαίνει
    ⮡  Developments took an unexpectedly favorable turn.
    Οι εξελίξεις πήραν απροσδόκητα ευνοϊκή τροπή.
ενεστώτας turn
γ΄ ενικό ενεστώτα turns
αόριστος turned
παθητική μετοχή turned
ενεργητική μετοχή turning

turn (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) γυρίζω, στρέφω, κινούμαι ή κινώ κάτι γύρω από ένα κεντρικό σημείο
    ⮡  I turn a key/switch/the tap.
    Γυρίζω ένα κλειδί/διακόπτη/η βρύση.
    ⮡  The car skidded and turned in the opposite direction.
    Το αυτοκίνητο ντεραπάρησε και γύρισε προς την αντίθετη κατεύθυνση.
    ⮡  The earth turns around the sun.
    Η γη γυρίζει/στρέφεται γύρω από τον ήλιο.
    ⮡  The earth turns on its axis.
    Η γη στρέφεται περί τον άξονά της.
    ⮡  I am turning a wheel.
    Στρέφω έναν τροχό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη rotate
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) γυρίζω, στρίβω, στρέφω, κινώ το σώμα μου ή μέρος του σώματός μου για να αντικρίσω διαφορετική κατεύθυνση
    ⮡  She turned and smiled at me.
    Γύρισε και μου χαμογέλασε.
    ⮡  She turned her back on me.
    Μου γύρισε τις πλάτες.
    ⮡  She turned her eyes away.
    Γύρισε τα μάτια της άλλου.
    ⮡  I am turning to look at something/I am turning in the direction of something.
    Γυρίζω τα μάτια μου προς κάτι.
    ⮡  He turned towards home.
    Έστριψε κατά το σπίτι.
    ⮡  He turned his head to see over his shoulder.
    Έστριψε το κεφάλι για να δει πάνω από τον ώμο.
    ⮡  The two men exchanged a warm handshake with their faces turned towards the cameras.
    Οι δύο άντρες αντάλλασσαν θερμή χειραψία με τα πρόσωπα γυρισμένα/στραμμένα στις κάμερες.
  3. (μεταβατικό) γυρίζω, κινώ κάτι έτσι ώστε να βρίσκεται σε διαφορετική θέση ή να βλέπει διαφορετική κατεύθυνση
    ⮡  I am turning my pockets inside out.
    Γυρίζω τις τσέπες μου ανάποδα.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) γυρίζω, στρίβω, στρέφομαι, αλλάζω την κατεύθυνση προς την οποία κινούμαι ή αλλάζω την κατεύθυνση προς την οποία κινείται κάτι
    ⮡  I am turning right/left/a corner.
    Γυρίζω δεξιά/αριστερά/μια γωνία.
    ⮡  Turn left/right!
    Στρίψτε αριστερά/δεξιά!
    ⮡  Here is where we turn for Vassaras.
    Εδώ στρίβουμε για το Βασσαρά.
    ⮡  The wind turned to the east.
    Ο άνεμος γύρισε/στράφηκε σε ανατολικό.
  5. (αμετάβατο) στρίβω, στρέφομαι, για ένα δρόμο ή ένα ποτάμι που στρίβει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
    ⮡  The road turns to the left here.
    Ο δρόμος στρίβει αριστερά εδώ.
    ⮡  The river turns to the right further down.
    Το ποτάμι στρέφεται δεξιά πιο κάτω.
  6. (μεταβατικό και αμετάβατο) γυρίζω σελίδα, προχωρώ στην πίσω σελίδα του φύλλου που διαβάζω
    ⮡  I am turning the pages of a magazine.
    Γυρίζω τις σελίδες ενός περιοδικού.
  7. γυρίζω, αλλάζομαι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή κάνω κάτι να αλλάξει
    ⮡  His situation turned for the better/worse.
    Η κατάστασή του γύρισε προς το καλύτερο/χειρότερο.
    ⮡  Suddenly the conversation turned to politics.
    Ξαφνικά η κουβέντα γύρισε στα πολιτικά.
  8. (μεταβατικό και αμετάβατο) γυρίζω, στρέφω, στοχεύω κάτι σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
    ⮡  The firefighters turned the hoses toward the flames.
    Οι πυροσβέστες γύρισαν τις μάνικες προς τις φλόγες.
    ⮡  She turned her binoculars towards the stage.
    Έστρεψε τα κυάλια της στη σκηνή.
    ⮡  He turned his cannons on the castle.
    Έστρεψε τα κανόνια του κατά του κάστρου.
    ⮡  I turn my attention to something.
    Στρέφω την προσοχή μου σε κάτι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη aim
  9. (μεταβατικό) γυρίζω, διπλώνω κάτι με συγκεκριμένο τρόπο
    ⮡  I turn my collar up/down.
    Γυρίζω το γιακά μου.
  10. γίνομαι, περνάω, μπαίνω, φτάνω σε ηλικία ή κάποια στιγμή
    ⮡  He turned 100 in April.
    Έγινε 100 ετών τον Απρίλιο.
    ⮡  She turned forty.
    Πέρασε τα σαράντα.
    ⮡  It turned midnight.
    Πέρασαν τα μεσάνυχτα.
    ⮡  I am turning 40.
    Μπαίνω στα 40.
  11. (μεταβατικό και αμετάβατο) γυρίζει το στομάχι μου, νιώθω ότι θα κάνω εμετό
    ⮡  The sight turned my stomach.
    Το θέαμα μου γύρισε το στομάχι.
  12. μετατρέπομαι
  13. γυρνώ, γυρίζω, περιστρέφω

Παράγωγα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

turn (ro)